- μακελλάρης
- ο (AM μακελλάριος, Μ και μακελλάρης)1. σφαγέας ζώων2. κρεοπώλης, χασάπηςνεοελλ.μτφ. θηριώδης, φονιάς, αιμοχαρής, απάνθρωποςμσν.πιθ. φρουρός, σωματοφύλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «σφαγείο» + κατάλ. -άρης (πρβλ. λατ. macell-arius)].
Dictionary of Greek. 2013.